A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Καινείδης — Καινεΐδης , Καινεΐδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινείδαο — Καινεΐδᾱο , Καινεΐδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)